Στις 3 Σεπτεμβρίου του 1873 ο James Worson έβαλε στοίχημα με δυο φίλους του, τον Hammerson Burns και τον Barham Wise, ότι θα μπορούσε να τρέξει σε συγκεκριμένο χρόνο τα 32 χιλιόμετρα από το Leamington στο Coventry. Οι δύο φίλοι ακολουθούσαν ακριβώς πίσω του, με μια ιππήλατη άμαξα: Δεν τον έχασαν ποτέ από το οπτικό τους πεδίο, ενώ σύμφωνα με τις μαρτυρίες τους, ο Worson γυρνούσε ανά τακτά χρονικά διαστήματα και τους μιλούσε.
Σε κάποια στιγμή, και ενώ έτρεχε στη μέση του δρόμου, φάνηκε να σκοντάφτει και να πέφτει προς τα μπροστά. Η κραυγή του εκείνη την στιγμή ήταν «ό,τι τρομακτικότερο είχαν ακούσει ποτέ» σύμφωνα με τη μετέπειτα περιγραφή του Wise.
Αντί, όμως, να πέσει στο έδαφος, όπως φαινόταν ότι θα συνέβαινε, ο Worson απλώς εξαφανίστηκε, πριν προλάβει να ακουμπήσει στο έδαφος. Τα αποτυπώματα των παπουτσιών του στο χωμάτινο μονοπάτι, τα οποία οι δύο φίλοι φωτογράφησαν, ακολουθούσαν μια κανονική πορεία, μέχρι το σημείο που φαινόταν ότι ο δρομέας σκόνταψε.
Μετά από εκεί, δεν υπήρχε τίποτα. Οι ντόπιοι ερεύνησαν την περιοχή, αναζητώντας τον James, και σύμφωνα με τις περιγραφές τα κυνηγόσκυλα που χρησιμοποιήθηκαν στις έρευνες έδειχναν μια μυστήρια αλλά πεισματική άρνηση να πλησιάσουν το σημείο στο οποίο εκείνος εξαφανίστηκε. Κανείς δεν τον ξαναείδε ποτέ.