“Μαγεία είναι η τέχνη πρόκλησης, με απόκρυφες μεθόδους φαινομένων που δεν ακολουθούν τη συνηθισμένη φυσιολογική ροή των πραγμάτων”
Paul Robert
“Η μαγεία εντοπίζεται σε δύο στοιχεία: στην επιθυμία επίδρασης πάνω σε ο,τιδήποτε, ακόμη και πάνω στο απροσπέλαστο, και στην ιδέα ότι τα πράγματα φορτίζονται ή αφήνονται να φορτιστούν με αυτό που θα αποκαλούσαμε “ανθρώπινο ρευστό”
Henri Bergson
Η αρχή της γνώσης της μαγείας χάνεται στο βάθος των χρόνων. Γνωρίζουμε ότι στα πρώτα χρόνια ύπαρξης τους οι Μάγοι ή Μαγγς ήταν Μύστες, γνώστες της Αστρολογίας, Αλχημείας, Μαθηματικών και όλων των μυστικών γνώσεων που διδάσκονταν στα Μυστήρια. Μέσα στο πέρασμα των χρόνων όμως και αυτοί υπέκυψαν στον παγκόσμιο Νόμο των Κύκλων. Κάθε τι που γεννιέται και εκφράζεται υποκύπτει σ’ αυτό το Νόμο που έχει κύκλους ακμής αλλά και παρακμής. Η παρακμή της μαγείας είναι αυτό που θα δούμε στα τελευταία χρόνια της ιστορίας μας ως επωδή ή επαγωγή ή βασκανία.
Η έννοια του μάγου και της μαγικής πράξης, ταυτίζεται με την έννοια του Σαμάνου, του Γόη ή του Φαρμακού αλλά και της Μαγγανείας.
Ο Γόης, εκφράζει γοητεία και γοήτευμα, η μαγική πράξη. Ο Φαρμακεύς είναι ταυτόχρονα αυτός που παρασκευάζει φάρμακα, ο δηλητηριαστής, ο μάγος. Το φάρμακο σημαίνει “μαγικό ποτό” αλλά και βότανο, και παρασκεύασμα θεραπευτικό.Ο μάγος έχει διάφορους τρόπους για να εκφράσει, να εφαρμόσει την τέχνη του.
Κατά τον Πλάτωνα (αναφορά στους Νόμους) η υμνωδία (επωδή) είναι η μέθοδος εργασίας του μάγου, μαζί με την επαγωγή (επίκληση). Η ανάλυση της λέξης επωδή αναδείχνει ορισμένους συνειρμούς, που μπορούν να μας διαφωτίσουν ως προς τη φύση της μαγικής δύναμης που ενεργοποιείται.
Πρόκειται προφανώς για τον σύνθετο του όρου αοιδή (ωδή, στους τραγικούς), που σημαίνει “άσμα” κατά τον Ομηρο και τους ποιητές και που σχετίζεται με την αυδή, την “ανθρώπινη φωνή”. Υπάρχει διάκριση ανάμεσα στην ανθρώπινη αυδή και τη φωνή που μπορούν να την έχουν άνθρωπο αλλά και ζώα. Ο όρος φθόγγος υποδηλώνει μόνο τον ήχο. Το ρήμα αείδω σημαίνει “τραγουδώ” και το ουσιαστικό αοιδός “τραγουδιστής”. Ο Pierre Chantraine (Dict. Etymol. λήμμα “αείδω”) σημειώνει ότι το σύνθετο με το επί- υπογραμμίζει την μαγική σημασία του άσματος. Έτσι η επωδή πήρε το νόημα του “μαγικού λόγου ή άσματος”. Ο όρος ειδικότερα σημαίνει “μαγικό άσμα παρηγοριάς”.
Στην Οδύσσεια, όταν ο Οδυσσέας πληγώνεται στον μηρό οι γιοι του Αυτολύτου που τον περιποιούνται “επιδένουν με μαστοριά το πόδι του ήρωα και σταματούν την αιμορραγία με ένα μαγικό άσμα (επαοιδή δι’ αίμα κελαινόν έσχεθον).
Και από άλλα παραδείγματα βλέπουμε ότι η επωδή είχε τη θέση της στο θεραπευτικό οπλοστάσιο και τα μαγικά λόγια συνέβαλαν στη θεραπεία. Ο λόγος μπορεί πράγματι να απαλύνει τον πόνο, ιδίως όταν χρησιμοποιεί τις κατάλληλες φράσεις.
Οι επωδές, δηλαδή τα μαγικά λόγια δρουν συμπληρωματικά ως προς τα μαγικά φίλτρα, τα φάρμακα. Και η μια και η άλλη τεχνική απαιτούν ωστόσο γνώσεις ειδικού, είτε των παρασκευασμάτων είτε της μαγικής φρασεολογίας. Η επωδή λοιπόν εμφανίζεται σαν μαγικό όπλο που δημιουργήθηκε από το λόγο, για να ανακουφίζει. Ο ενθαρρυντικός αυτός λόγος βοηθά τον γιατρό ή τον φίλο, και αποτελεί στοιχείο της ευεργετικής μαγείας. Από πού όμως αντλεί την αποτελεσματικότητα του;
Η επωδή είναι γητειά ακριβώς επειδή είναι τραγούδι. Αν οι Έλληνες υπήρξαν μάγοι αυτό συνέβη επειδή ήταν μουσικοί και αυτό το οφείλουν στο γεγονός ότι είχαν για παιδαγωγό τον μεγαλύτερο αοιδό όλων των εποχών, τον Όμηρο. Η επωδή στον Πλάτωνα αποβαίνει εκπαιδευτική μέθοδος και μέσον για την πραγματοποίηση της Ιδανικής Πολιτείας.. Στους Νόμους, στο δεύτερο βιβλίο, παρουσιάζει μια συζήτηση ανάμεσα σε ένα άγνωστο γέροντα, τον κρητικό Κλεινία και τον Λακεδαιμόνιο Μέγιλλο και αναφέρει: “…άς ωδάς καλούμεν, όντως μεν επωδαί ταις ψυχαίς” αναφερόμενος στην ευεργετική επίδραση του ύμνου και των χορικών, στην ψυχή. Η μουσική ήταν απόλυτα απαραίτητη για τη διαμόρφωση της προσωπικότητας των πολιτών.
Όπως ακριβώς το τραγούδι, ως μελωδία που απευθύνεται στην ψυχή, αποδεικνύεται ιδιαίτερα αποτελεσματικό στην μετάδοση της αγάπης για την αρετή και την ευτυχία, έτσι υπάρχουν και υμνωδίες ικανές να ξαναχαρίσουν υγεία στο σώμα. Το φάρμακο λοιπόν για την κεφαλαλγία θα πρέπει να συνοδεύεται από μια επωδή για να είναι αποτελεσματικό.
Αυτό διδάσκει ο Σωκράτης στον νεαρό Χαρμίδη: “…όταν αυτός με ερώτησε αν γνωρίζω το φάρμακο κατά της κεφαλαλγίας του απάντησα ότι το εγνώριζα, και του είπα ότι το φάρμακο ήτο κάποιο φύλλον και ότι κοντά εις το φάρμακον είναι και μαγικοί εξορκισμοί (επωδή δε τις τω φαρμάκω). Αν λέγει κανείς αυτούς και συγχρόνως παίρνει και το φάρμακον, θεραπεύεται εντελώς. Χωρίς όμως τους εξορκισμούς καθόλου δεν ωφελεί το φύλλον. Και αυτός μου είπε: “Θα αντιγράψω από σένα τους εξορκισμούς”.
Στη συνέχεια ο Σωκράτης διευκρινίζει πως η επωδή δεν πρέπει να στοχεύει σε ένα μόνο μέρος του κορμιού αλλά σε ολόκληρο το σώμα, και προσθέτει: “Κάτι παρόμοιον λοιπόν συμβαίνει Χαρμίδη, και με αυτούς τους εξορκισμούς. Έμαθα δε αυτούς εκεί εις τον στρατόν από ένα Θράκα ιατρόν, ο οποίος ήτο από τους μαθητάς του Ζαλμόξιδος, δια τους οποίους λέγεται ότι γνωρίζουν να καθιστούν τους ανθρώπους αθανάτους… Μου έλεγε δε ο Θραξ ούτος ότι … ο Ζάλμοξις ο βασιλεύς μας, ο οποίος είναι θεός, λέγει ότι καθώς δεν πρέπει κανείς να επιχειρεί να θεραπεύη τους οφθαλμούς χωρίς να θεραπεύει την κεφαλήν, ούτε την κεφαλήν ανεξάρτητα από το σώμα, έτσι, και το σώμα δεν πρέπει να θεραπεύεται ανεξάρτητα από την ψυχήν, αυτή δε ακριβώς είναι η αιτία να διαφεύγουν τους έλληνες τα περισσότερα νοσήματα, το ότι δηλαδή αγνοούν το όλον, δια το οποίον πρέπει να φροντίζουν, αγνοούν δηλαδή ότι, αν το όλον δεν είναι καλά, αδύνατον να είναι καλά το μέρος”
Παράξενος διάλογος όπου ο Σωκράτης μοιάζει να δίνει στον Χαρμίδη, ταυτόχρονα οδηγίες μαγείας, ιατρικές συμβουλές και ένα μάθημα φιλοσοφίας.
Η χρησιμοποίηση ενός φαρμακευτικού παρασκευάσματος, η αποκάλυψη μιας ωδής απαραίτητης για να καταστεί αυτό αποτελεσματικό, η προσπάθεια διάδοσης ενός δοκιμασμένου φαρμάκου, όλα αυτά απαντώνται και στις οδηγίες μαγείας. Εδώ ωστόσο γίνεται μια προσπάθεια να δοθεί μια φιλοσοφική μέθοδος, να διδαχτεί η τέχνη της υπαγωγής των επιμέρους στο όλο, και να αναδειχθούν ότι σχέσεις που συνδέουν το σώμα με την ψυχή. Όπως στους μαγικούς παπύρους έτσι και εδώ, πράξη και λόγος συνεργάζονται για να επιτευχθεί η θεραπεία.
Τεράστια σημασία όμως δινόταν στην ορθή προφορά των κυρίων ονομάτων, στον τόνο και την εκφορά των μαγικών φράσεων, στην αντήχηση των παράξενων συλλαβών που παρουσιάζονται ως αληθινά ονόματα των επικαλούμενων δυνάμεων. Η ορθή άρθρωση αυτών των λέξεων και συλλαβών αποτελούσε την πρώτη προϋπόθεση για την αποτελεσματικότητα των μαγικών ρήσεων. Για να διευκολύνουν την απομνημόνευση και την απαγγελία τους οι μαγικοί πάπυροι μεταφέρουν συχνά κείμενα συνταγμένα σε στίχους, σε κανονικό δακτυλικό εξάμετρο συνήθως.
Οι επωδές όμως δεν ήταν μόνο θεραπευτικές αλλά και ερωτικές. Σε μια ερωτική επωδή -γραμμένη σε δακτυλικό εξάμετρο- διαβάζουμε ένα ύμνο αφιερωμένο στον ήλιο που ταυτίζεται με τον θεό Ώρο.
“… Καλώ το όνομα σου, Ώρε, που έχει τον ίδιο αριθμό συλλαβών με τις Μοίρες:
ΑΧΑΙΦΩ ΘΩΘΩ ΦΙΑΧΑ ΑΙΗ ΗΙΑ ΙΑΗ ΗΙΑ
ΘΩΘΩ ΦΙΑΧΑ. Φανού σπλαχνικός για μένα παππούλη, τέκνο του σύμπαντος, που γεννήθηκες από τον εαυτό σου, φωτοβόλε, …….. Στείλε το δαίμονα που σου ζητώ, στην Τάδε (Ν).
Να διαφορετικά το όνομα σου: ΑΧΑΙ ΦΩΘΩΘΩ ΑΙΗ ΗΙΑ ΗΙΩ ΘΩΘΩ ΦΙΑΧΑ……”
Οι μαγικές επωδοί αλλά και η μαγεία γενικά φθάνουν στον ύψιστο βαθμό όταν αφιερώνει κανείς τον ίδιο του τον εαυτό στους Θεούς του Σύμπαντος και ειδικότερα στον Ήλιο. Σ’ αυτή την περίπτωση οι μαγικές επωδοί μας προσφέρουν συνταγές αθανασίας που έχουν την ειδική ονομασία του απαθανατισμού, της “θεοποίησης ή αποθέωσης”
Μια από τις βασικές διαδικασίες της μαγείας -όπως ορίζει ο Πλάτωνας- είναι και η επαγωγή.
Η λέξη παράγεται από το ρήμα επάγω, που σημαίνει ταυτόχρονα “φέρνω προς” και “οδηγώ εναντίον”. Και η επαγωγή διατήρησε τη διπλή αυτή σημασία εκφράζοντας θαυμάσια τις δύο όψεις της αφιέρωσης: “επίθεση κατά του εχθρού” και “συμβιβασμός” με κάποια χθόνια δύναμη.
Οι Έλληνες διέθεταν για να αντιμετωπίσουν τους εχθρούς τους δύο μεθόδους διαφορετικές αλλά προσανατολισμένες στον ίδιο σκοπό: στην κινητοποίηση, δηλαδή, των θεών κατά των αντιπάλων τους. Ή ξεκινούσαν μια διαδικασία επίσημη, συλλογική και δημόσια θρησκευτικού χαρακτήρα, τις “κατάρες” (αραί) ή κατέφευγαν σε ένα μέσο μυστικό, ατομικό, κρυφό, τη μαγική επαγωγή.
Για να αντιληφθούμε τι ακριβώς ήταν οι κατάρες είναι αρκετό να ανατρέξουμε σε ένα κείμενο που δείχνει πως μια εθνική καταστροφή προκαλεί την επίσημη επίκληση των πολιούχων θεών και την κατάρα. Το κείμενο αυτό μας το δίνει ο ρήτορας Αισχίνης, αντίπαλος του Δημοσθένη, και αναφέρεται στον πρώτο Ιερό Πόλεμο που έφερε τους Αθηναίους αντιμέτωπους με τους κατοίκους της πεδιάδας της Κίρρας, στους πρόποδες του ιερού των Δελφών, την περίοδο 600 – 590 π.Χ. Στον Κατά Κτησιφώντος λόγο του διαβάζουμε:
“…εάν τις ήθελε παραβή ταύτα , ή πόλις ή ιδιώτις ή έθνος, να έχει την κατάραν του Απόλλωνος και της Αρτέμιδος και της Λητούς και της Αθηνάς Προναίας. Μήτε η γη των να καρποφορή, μήτε αι γυναίκες των, αλλά τέρατα, μήτε τα ζώα των να γεννούν φυσιολογικώς, μήτε να νικούν εις πόλεμον, μήτε να ευρίσκουν το δίκαιόν των εις τα δικαστήρια, μήτε εις τας αγοραπωλησίας των να επιτυγχάνουν, και να καταστραφούν όλως διόλου και αυτοί και αι οικοίαι των και να χαθή ολόκληρο το γένος των. Και ποτέ να μη γίνονται δεκταί αι θυσίαι των από τον Απόλλωνα ούτε την Άρτεμιν και την Λητώ και την Αθηνά Προναίαν……”.
Στην ανοικτή αυτή διαδικασία της κατάρας αντιπαρατίθεται σημείο προς σημείο, μια απόκρυφη διαδικασία, η σκοτεινή επίκληση (επαγωγή). Πρόκειται για μια ιδιωτική απόγνωση, για προσωπική επίκληση σε ετερόκλητους και χθόνιους θεούς, να βοηθήσουν μυστικά.
Ο έλληνας μάγος διαθέτει, για να πετύχει την εύνοια της θεότητας συνταγές διαφορετικές. Το ζητούμενο τώρα δεν είναι να ακούσει ο Θεός, αλλά να βρεθεί τρόπος ώστε η θεϊκή δύναμη να περάσει μέσα σε αυτόν που την επικαλείται, και να του δώσει τη δύναμη να πραγματοποιήσει τα σχέδια του. Από την έκκληση σε βοήθεια μεταβαίνουμε σε μια αληθινή μαγική κατοχή, που θα επιτρέψει την πραγματοποίηση του στόχου. Ο μάγος δεν διστάζει να απειλήσει την θεότητα, για να την υποχρεώσει να αποδεχτεί τα σχέδια του. Και δεν χρειάζεται παρά να απαγγείλει κάποια ιερή φράση, για να ικανοποιηθούν οι επιθυμίες του. Η συνάντηση με την θεότητα δεν αποτελεί ούτε προσευχή, ούτε ευχή, αλλά μέσον απλώς και μόνον για την επιτυχία του σκοπού.
Το αποδεικνύει αυτό ένα ερωτικό ξόρκι της εποχής του Αδριανού, που ανατρέχει στην αιγυπτιακή μυθολογία, μια και ο ενδιαφερόμενος ζητάει την βοήθεια της Ίσιδας για να φανεί όμορφος στα μάτια της αγαπημένης του.
Το κείμενο παραθέτει ορισμένα μαγικά ονόματα όπως το Αδωνάι και συνεχίζει: “Ιδού η φράση: “πραγματοποίησε για τον ονομαζόμενο ΝΝ ό,τι σου ζήτησα γραπτώς σε αυτό το φύλλο, και εγώ θα επιτρέψω στον ήλιο να ανατείλει και να δύει, όπως αυτός θέλει, όπως έκανε και πριν, θα σώσω το σώμα του Όσιρι, δεν θα λύσω τα δεσμά που επέβαλλε στον Τυφώνα, δεν θα καλέσω τα πνεύματα εκείνων που πέθαναν από βίαιο θάνατο, αλλά θα τα αφήσω ήσυχα, δεν θα χύσω λάδι κέδρου, ούτε που θα τα αγγίξω, θα σώσω τον Άμμωνα (Όσιρι) και δεν θα τον σκοτώσω, δεν θα διασκορπίσω τα μέλη του Όσιρι, και θα σε κρύψω να γλιτώσεις από τους Γίγαντες. {Μαγικές λέξεις}. Μάθε μου τα μυστικά της θεάς με τα χίλια ονόματα, της Ίσιδας….” Μόλις λάβεις το σημάδι της Θεάς ότι σε ακούει, ευχαρίστησε την Τύχη, λέγοντας μια φορά “Χαϊτραί”. Όταν το πεις η Θεά θα σε συνδράμει σε ό,τι κι αν ζητήσεις…”
Ποια διαφορά ανάμεσα στην επαγωγή και την αρά;
Στη μια περίπτωση δεν παρακαλούν οι άνθρωποι τους θεούς αλλά τους απειλούν με αρκετή διακριτικότητα, άλλωστε αφού οι συγκαλυμμένες απειλές ή οι κρυφές εχθρικές διαθέσεις, παρουσιάζονται υπό μορφή υποσχέσεων. Στην άλλη περίπτωση αντίθετα, ικετεύουν τους θεούς να τιμωρήσουν τους ενόχους. Στη μια περίπτωση γίνεται αναφορά σε εξωτικούς μύθους, στο μύθο της Ίσιδος και του Όσιρι, στην πάλη με τον Τυφώνα, στο θρύλο των Γιγάντων. Στην άλλη, αποδέκτες είναι οι κλασικοί θεοί. Εδώ, πρέπει να προφέρει κανείς μια ιδιόρρυθμη μαγική φράση, και πολλά μαγικά ονόματα. Εκεί αρκεί μια δέηση. Ενώ η αρά ανεβαίνει στους ουρανούς σαν τον καπνό από τις θυσίες, που τρέφει τους θεούς, με την επαγωγή η υπερφυσική δύναμη κατέρχεται προς τους ανθρώπους, κι αν χρειασθεί, εισχωρεί μέσα τους.
Έχουμε ακόμα τη μαρτυρία ενός παπύρου του 4ου μ.Χ. αιώνα, όπου ο ενδιαφερόμενος απευθύνεται στον μεγάλο κοσμικό Θεό που συμπυκνώνει όλες τις θεϊκές δυνάμεις: “Μακάρι το όνομα και το πνεύμα σου να με ευεργετήσουν! Μπες μες το μυαλό μου και τη σκέψη μου, για όλη μου τη ζωή, και κάνε για χάρη μου ό,τι επιθυμεί η ψυχή μου….δέξου ευνοϊκά τις επιθυμίες μου χωρίς να με βασκάνεις -αβάσκαντος, αβάσκαντον εμοί διδούς υγείαν- ….. χάριζέ μου επιτυχία σε ό,τι κι αν επιχειρώ [μαγικές λέξεις] γιατί κατέκτησα την ισχύ του Αβραάμ, του Ισαάκ και του Ιακώβ, καθώς και του μεγάλου Θεού, του δαίμονα Ιαώ [μαγικές λέξεις], Θεέ πραγματοποίησε, Κύριε [μαγικές λέξεις].
Χάρις σε αυτά τα κείμενα διαπιστώνουμε την επιβίωση των αρχαίων αιγυπτιακών θρύλων και την πρώτη εμφάνιση των νέων χριστιανικών δοξασιών σε μια πράξη συμφιλίωσης, σε μια ανθρώπινη προσπάθεια προσεταιρισμού των υπερφυσικών δυνάμεων. Προκειμένου να αποκτήσει ο ενδιαφερόμενος υλικά αγαθά ή να κερδίσει την μεταθανάτια ευτυχία, προσπαθεί να κάνει τα θεϊκά όντα βοηθούς ή σκλάβους του, και να τους αποσπάσει τη θεϊκή δύναμη που θα του επιτρέψει την εξουσία και τον θρίαμβο.
Τις ίδιες έννοιες αλλά με κάπως διαφορετικά ονόματα τις συναντάμε και στις ημέρες μας. Το “κακό μάτι” και το “ξεμάτιασμα” η οι “κατάρες” μας όταν νοιώθουμε αδικημένοι και τα “τάματα” που προσφέρουμε στην εκκλησία για να μας βοηθήσει ο τάδε Αγιος ίσως μας θυμίσουν συνειρμικά τη βασκανία, την επαγωγή – επίκληση αλλά και την αρά των αρχαίων ελλήνων.